- απέταλος
- -η, -ο(για λουλούδια), αυτός που δεν έχει πέταλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απέταλος — η, ο Βοτ. τα Απέταλα κατηγορία αγγειόσπερμων φυτών (τσουκνίδες, οξιές, βαλανιδιές) των οποίων τα άνθη δεν φέρουν στεφάνη … Dictionary of Greek
apétalo — (Del gr. a, privativo + petalon, hoja.) ► adjetivo BOTÁNICA Se aplica a la flor que no tiene pétalos. * * * apétalo, a (del gr. «apétalos») adj. Bot. Se aplica a las *flores que no tienen pétalos. * * * apétalo, la. (Del gr. ἀπέταλος). adj. Bot.… … Enciclopedia Universal
apétalo — apétalo, la (Del gr. ἀπέταλος). adj. Bot. Dicho de una flor: Que carece de pétalos … Diccionario de la lengua española